Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Ο ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ



O KASPAR XAOYZER
Διπλό βιβλίο γιατί
ΔΒ Τόπος, Γερμανία, όπου ο ήρωας εργάτης ανειδίκευτος και Ελλάδα, η πατρίδα.
Χρόνος παρελθόν, παρόν, μέλλον.
Ιστορικός χρόνος, μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μετά τον εμφύλιο ως τη δικτατορία του 1967 και την πτώση της με την εισβολή στην Κύπρο του 1974.
ΔΒ Ο συγγραφέας – ήρωας του βιβλίου εμφανίζεται ότι γράφει σε τετράδιο και απευθύνεται σε β΄ συγγραφέα που συμπληρώνει το βιβλίο.
ΔΒ Κύριο θέμα ένας κόσμος που φεύγει και ο καινούριος που οραματίζεται ο συγγραφέας, μια νέα κοινωνία χωρίς περιορισμούς.
ΔΒ Μέσα στα διηγήματα συνυπάρχουν το συλληπτό και το ασύλληπτο,
ΔΒ η πραγματικότητα και η φαντασία, το τελειωμένο πρόσωπο και το ατελείωτο,
ΔΒ η κοινωνία και η μοναξιά, οι νικητές και ηττημένοι της ζωής,
ΔΒ ο κόσμος της φτώχειας που γνωρίζεται στην Ελλάδα με το χρήμα,
ΔΒ ένα βιβλίο τελειωμένο και μισοτελειωμένο,
ο συγγραφέας που πεθαίνει με τα πρόσωπα του έργου του σ’ ένα κόσμο που χάνεται.
ΔΒ Και τότες έρχεται ο συγγραφέας… Ο δεύτερος Φάουστ του Γκαίτε νέος, γερός και γενναίος την είχε βρει την Ελένη του για κείνο το εξαίσιο ζευγάρωμα των Νέων Καιρών. ….Απόμεινε το ζευγάρωμα του θανάτου. Η Τέχνη η δική του πεθαίνει. Άνοιξε τις χούφτες του και τα κομμένα μαλλιά της σκορπιστήκανε στον αέρα. Τέλος.
ΔΒ Οι άνθρωποι που ζητούνε το ανεκπλήρωτο, το άγνωστο μέλλον, μια καινούρια ανθρώπινη κοινωνία, αυτό αποτελεί το όραμα του Δημήτρη Χατζή.



ΘΕΜΑΤΙΚΑ  ΚΕΝΤΡΑ

Δ. Χατζής
Μετανάστευση Αποξένωση από την πατρίδα
Απώλεια εθνικής και κοινωνικής ταυτότητας

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ   ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ   ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το επιλεγµένο απόσπασµα συνιστά ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα της ρεαλιστικής γραφής του ∆ηµήτρη Χατζή, η οποία έχει ως επίκεντρο της την παρατήρηση του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναπαριστά πειστικά το λόγο ενός λαϊκού προσώπου που, ως µετανάστης στη Γερµανία, διαπιστώνει την απώλεια της προσωπικής αλλά και της εθνικής του ταυτότητας.
Ο τίτλος: Το κεφάλαιο[1][3] από όπου προέρχεται το απόσπασµα έχει τον τίτλο «Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρηµη χώρα». Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, «ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερµανία, µέσα στο δάσος. Βρέθηκε - δεν ήρθε. Και µεγαλωµένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να µιλήσει καθόλου - καµιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό - να µιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, µακριά τους - δεν είχε µιλήσει µε τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έµαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πως δε βρήκε ποτέ τους ανθρώπους».
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως τίτλο του κεφαλαίου το όνομα αυτού του παιδιού με τον προσδιορισμό στην έρημη χώρα, γιατί θεωρεί ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στον ήρωα του τον Κώστα, και στον Κάσπαρ Χάουζερ. Μελετώντας το απόσπασμα διαπιστώνουμε ότι και οι δύο, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, βρέθηκαν σε μια χώρα ξένη, άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, όπου όλοι οι άλλοι μιλούν μια γλώσσα που τους είναι ακατανόητη και δεν έχουν κανέναν να τους περιμένει. Η χώρα στην οποία υποχρεώνονται να ζήσουν είναι γι αυτούς ουσιαστικά μια έρημη χώρα, αφού δεν επικοινωνούν με τους ανθρώπους και βιώνουν ο καθένας τη δική του μοναξιά.
Και για τους δύο η έννοια πατρίδα είναι ασαφής και ακαθόριστη: ο Κώστας δεν έχει κανένα δεσμό με την πατρική γη (Σαν να ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα) και ο Κάσπαρ Χάουζερ, μεγαλωμένος στο δάσος σαν αγρίμι, δε νιώθει να ανήκει πουθενά, δεν έχει σπίτι και πατρίδα.

Ο Κώστας: Είναι ο μοναδικός ήρωας και αφηγητής του κειμένου, ένα λαϊκό πρόσωπο που, ζώντας στη Γερμανία ως μετανάστης, συνειδητοποιεί ότι χάνει σιγά σιγά τον εαυτό του και την εθνική του υπόσταση και ταυτότητα. Ζει μονότονα, χωρίς η ζωή του να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον και αδυνατεί να προσαρμοστεί στους ρυθμούς ζωής της ξένης πόλης όπου εργάζεται. Η αυτοπεποίθηση του είναι χαμηλή και δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον εαυτό του, μια μονάδα χαμένη μέσα στο πλήθος των πολλών και των αγνώστων, που η μοναδική του συντροφιά είναι λίγοι συμπατριώτες του μετανάστες, ενώ έχει διακόψει τους δεσμούς με την πατρίδα του. Η αίσθηση της μοναξιάς που τον διακατέχει τον αναγκάζει να χαράξει ο ίδιος το πικρόχολο, γεμάτο αυτοσαρκασμό και αυτοπεριφρόνηση επίγραμμα της επιτύμβιας στήλης του.
 Μια σχηματική παράσταση του προβλήματος του ήρωα επιχειρείται παρακάτω:


Το παρελθόν του ήρωα: Στο δεύτερο κεφάλαιο του µυθιστορήµατος Tο διπλό βιβλίο ο Χατζής αναπτύσσει το θέµα του ελληνικού παρελθόντος του Κώστα. Καταγόταν από ένα αποµονωµένο χωριό του νοµού Μαγνησίας, τη Σούρπη. ∆εν έµαθε γράµµατα και πριν φύγει µετανάστης στη Γερµανία, εργαζόταν σ’ ένα µικρό εργαστήριο ξυλείας στο Βόλο. Οι γονείς του πέθαναν και η µοναδική αδερφή του παντρεύτηκε κι έφυγε από το πατρικό τους σπίτι. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Κώστας, έχοντας χάσει τους δεσµούς µε τις ελληνικές καταβολές του, αδυνατεί να προσαρµοστεί στον καινούριο κόσµο. Η ανάμειξη κάθε είδους φυλών, τα µεγάλα πληθυσµιακά µεγέθη και οι ανεξιχνίαστοι για τον ίδιο µηχανισµοί αυτού του κόσµου µεταδίδουν στον Κώστα την αίσθηση ότι η ταπεινή του ύπαρξη εξισώνεται µε τις διαστάσεις ενός µικροβίου και τον οδηγούν στη συναισθηµατική ανάγκη να συντάξει ο ίδιος το πικρόχολο και αυτοσαρκαστικό επίγραµµα της επιτύµβιας στήλης του.



1η ενότητα,
§1-2: Ο Κώστας διηγείται πως κάθε βράδυ που τελειώνει τη δουλειά του στο εργοστάσιο διασχίζει τη λεωφόρο και σταματά μπροστά στο κατάστημα της ΑΟΥΤΕΛ, του εργοστασίου όπου εργάζεται και το οποίο κατασκευάζει λαμπτήρες. Κοιτάζει προσεκτικά τη βιτρίνα με τις λάμπες, σκέπτεται τον κόπο που έχει καταβάλει για να κατασκευαστούν και πως κάθε μια από αυτές τις λάμπες περιέχει ένα κομμάτι του εαυτού του και των υπόλοιπων εργαζομένων

2η ενότητα,
§3-5: Περιδιαβαίνοντας τη λεωφόρο, ο αφηγητής παρατηρεί ότι στην πόλη που μένει τίποτα δεν συμβαίνει, τίποτα δεν αλλάζει και όλα μένουν στάσιμα και αναλλοίωτα. Οι ίδιος περπατά πάντα με το κεφάλι σκυμμένο κοιτάζοντας τον κόσμο που περπατά πάνω – κάτω στη λεωφόρο και σκέπτεται πως όλοι του είναι άγνωστοι και πως εκείνος δεν έχει ούτε προορισμό ούτε πατρίδα. Γι’ αυτό το λόγο αναθέτει στον συγγραφέα να φροντίσει να του τοποθετήσουν κάποτε μια επιτύμβια πλάκα στο σπίτι που μένει και να γράφει πως εκεί έζησε ο πιο ξένος από όλους τους ξένους αυτής την άξενης πόλης.

Νοηματικές ενότητες / Eπιμέρους πλαγιότιτλοι1η ενότητα,
§1-2 «Για να πάω.. το μίνι λαμπιόνι»: Η μονοτονία της ζωής του αφηγητή και η χαμηλή εκτίμηση για τον εαυτό του.
2η ενότητα,
§3-5 «Αφήνω το κατάστημα… της πολιτείας των ξένων»: Η μοναξιά του αφηγητή μέσα στο αφιλόξενο περιβάλλον.
E. TEXNIKH – TEXNOTPOΠIA TOY EPΓOY
i) Ύφος / Μορφή
Το κείμενο είναι δοσμένο με ρεαλισμό και απλότητα. Δεν περιγράφονται γεγονότα ούτε υπάρχει δράση και πλοκή, αλλά επικρατεί ο αφηγηματικός τρόπος γραφής. Ο συγγραφέας επικεντρώνει τη ματιά του στην ψυχολογική κατάσταση του ήρωά του, που την αποδίδει είτε με συμβολικές εικόνες («Μας έδειχναν μια στάλα νερό… Από μέσα το δικό μου μικροβιάκι πρέπει να με βλέπει κολοσσό… απέξω βλέπω τον εαυτό μου  στην πραγματική του διάσταση…») είτε με πικρόχολα και σαρκαστικά σχόλια («Και να φροντίσεις εσύ … να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα… πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος…»


Η γλώσσα του αποσπάσματος είναι η απλή δημοτική εμπλουτισμένη με λαϊκό λεξιλόγιο («σκολάσω», «ρεκλάμες», «αποκεί» «φκιάχνουμε» κ.α.). Οι προτάσεις του κειμένου είναι βραχυλογικές, ενώ ο μακροπερίοδος λόγος χρησιμοποιείται κυρίως για τις περιγραφές εικόνων. Ο συγγραφέας δεν αναλύει ψυχολογικά με λεπτομέρειες τον χαρακτήρα του ήρωά του, αλλά εκφράζει τον ψυχισμό του με σύντομη, άμεση και περιεκτική διατύπωση μαζί με την αξιοποίηση διάφορων εκφραστικών μέσων( εικόνες, μεταφορές, παρομοιώσεις κ.α.).